- κορυφα
- κορυφάκορῠφάἥ дор. = κορυφή См. κορυφη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κορυφά — Κορυφά̱ , Κορυφή head fem nom/voc/acc dual Κορυφά̱ , Κορυφή head fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφά — κορυφάς edge of the navel fem voc sg κορυφά̱ , κορυφή head fem nom/voc/acc dual κορυφά̱ , κορυφή head fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφᾷ — Κορυφή head fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφᾷ — κορυφή head fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφᾶι — Κορυφᾷ , Κορυφή head fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφᾶι — κορυφᾷ , κορυφή head fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφάν — Κορυφά̱ν , Κορυφή head fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφάν — κορυφά̱ν , κορυφή head fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφάς — Κορυφά̱ς , Κορυφή head fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορυφάων — Κορυφά̱ων , Κορυφή head fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυφάων — κορυφά̱ων , κορυφή head fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)